υπνοειδής

υπνοειδής
-ές, Ν
φρ. «υπνοειδής κατάσταση»
(ιατρ.-ψυχολ.) κατάσταση χαρακτηριζόμενη από θόλωση τής διάνοιας, μείωση τής αντίληψης, χαλάρωση τών διανοητικών διεργασιών και τού περιεχομένου τής σκέψης, που μοιάζουν με τα συμβαίνοντα στα όνειρα, κατάσταση ανάλογη με εκείνην που επιτυγχάνεται με την ύπνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειος όρος, πρβλ. γαλλ. hypnoide].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ύπνωση — η, Ν 1. ιατρ. προκλητή, υπνοειδής κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από μερική αναστολή τής συνείδησης και τού βουλητικού ελέγχου, καθώς και από αυξημένη δεκτικότητα στην επιρροή τού υπνωτιστή, σε αντίθεση με άλλες επιδράσεις 2. αποκοίμηση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”